- μελισσεῖς
- μελίζωdismemberfut ind act 2nd sg (epic doric)μελισσεύςbee-keepermasc acc plμελισσεύςbee-keepermasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μελισσεῖς — Μελισσεύς bee keeper masc acc pl Μελισσεύς bee keeper masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσεύς — μελισσεύς, έως, ὁ (Α) μελισσοκόμος, μελισσουργός («διόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek